πραματευτάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πραματευτάδικο | τα | πραματευτάδικα |
| γενική | του | πραματευτάδικου | των | πραματευτάδικων |
| αιτιατική | το | πραματευτάδικο | τα | πραματευτάδικα |
| κλητική | πραματευτάδικο | πραματευτάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραματευτάδικο < πραματευτής + -άδικο
Μεταφράσεις
πραματευτάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.