πρᾶγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πρᾶγμᾰ | τὰ | πράγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πράγμᾰτος | τῶν | πραγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πράγμᾰτῐ | τοῖς | πράγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πρᾶγμᾰ | τὰ | πράγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πρᾶγμᾰ | πράγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πράγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πραγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρᾶγμα ουδέτερο
- κάτι που έχει παραχθεί, έχει γίνει, έχει δημιουργηθεί
Συγγενικά
- ...
Αναφορές
- πράγμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πρᾶγμα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πρᾶγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρᾶγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.