πραμάτεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραμάτεια οι πραμάτειες
      γενική της πραμάτειας
    αιτιατική την πραμάτεια τις πραμάτειες
     κλητική πραμάτεια πραμάτειες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πραμάτεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πραμάτεια / πρα(γ)ματεία [1] (& πραματία)
ή < πραματ(ευτής) + -εια (αναδρομικός σχηματισμός)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾaˈma.tça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πραμάτεια

Ουσιαστικό

πραμάτεια θηλυκό

Παροιμίες

  • η πραμάτεια θέλει μάτια

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πράμα και πράγμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. s.v. πραματευτής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. πραμάτεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πραμάτεια < πραματεία (μετακίνηση τόνου)

Ουσιαστικό

πραμάτεια θηλυκό

  • μεταγενέστερη μορφή του πραματεία < πραγματεία  δείτε τη λέξη πραγματία
      17ος αιώνας Τρώιλος Ιωάννης-Ανδρέας, Βασιλεύς ο Ρωδολίνος, Γ 166
    τὴν πραμάτειαν του

Κλιτικοί τύποι

  • πραμάτειαν (αιτιατική ενικού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.