πραγματογνώμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πραγματογνώμονας | οι | πραγματογνώμονες |
| γενική | του του/της |
πραγματογνώμονα πραγματογνώμονος |
των | πραγματογνωμόνων |
| αιτιατική | τον/την | πραγματογνώμονα | τους/τις | πραγματογνώμονες |
| κλητική | πραγματογνώμονα | πραγματογνώμονες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραγματογνώμονας < πράγμα + -ο- + αρχαία ελληνική γνώμων
Ουσιαστικό
πραγματογνώμονας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που έχει ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις και καλείται να εξετάσει μια κατάσταση, να δώσει τη γνώμη του καθώς και να εκτιμήσει την έκταση μιας ζημιάς και το κόστος της αποκατάστασής της
- ※ 1. Για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης το δικαστήριο διορίζει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες. 2. Οι πραγματογνώμονες διορίζονται από κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν δεν υπάρχει κατάλογος ή δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν πρόσωπα με ειδικές για το συγκεκριμένο αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης γνώσεις, το δικαστήριο διορίζει άλλα, κατάλληλα κατά την κρίση του, πρόσωπα, που έχουν τα προσόντα εγγραφής σε κατάλογο πραγματογνωμόνων. (http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=9548)
Συγγενικά
- πραγματογνωμοσύνη
- → δείτε τις λέξεις πράγμα και γνώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.