πραγματογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πραγματογνωμοσύνη | οι | πραγματογνωμοσύνες |
| γενική | της | πραγματογνωμοσύνης | των | πραγματογνωμοσυνών |
| αιτιατική | την | πραγματογνωμοσύνη | τις | πραγματογνωμοσύνες |
| κλητική | πραγματογνωμοσύνη | πραγματογνωμοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραγματογνωμοσύνη < πραγματογνώμονας + -οσύνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.