πραγματογνώμων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πραγματογνώμων | οι | πραγματογνώμονες |
| γενική | του/της | πραγματογνώμονος | των | πραγματογνωμόνων |
| αιτιατική | τον/την | πραγματογνώμονα | τους/τις | πραγματογνώμονες |
| κλητική | πραγματογνώμων & πραγματογνώμον* |
πραγματογνώμονες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και το νεότερο πραγματογνώμονας. | ||||
| Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραγματογνώμων < πράγμα + -ο- + αρχαία ελληνική γνώμων
Μεταφράσεις
πραγματογνώμων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.