πρῖσμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πρῖσμᾰ | τὰ | πρίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πρίσμᾰτος | τῶν | πρισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πρίσμᾰτῐ | τοῖς | πρίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πρῖσμᾰ | τὰ | πρίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πρῖσμᾰ | πρίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρῖσμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρῖσμα, -ατος ουδέτερο
- οτιδήποτε πριονισμένο, πριονίδι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 102, @scaife.perseus
- Καταπλάσματα· σκόροδον, ἀνδράχνην, σέλινον, λωτοῦ καὶ κέδρου πρίσματα λεῖα ὁμοῦ μίξας, διεὶς μελικρήτῳ, κατάπλασμα ποιέων, κατάπλασσε.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 66.117 , p.110, @scaife.perseus
- λωτὸς τὸ δένδρον φυτόν ἐστιν εὐμέγεθες, καρπὸν δὲ φέρει μείζονα πεπέρειως, γλυκύν, βρώσιμον, εὐστόμαχον, κοιλίας στεγνωτικόν. τῶν δὲ πρισμάτων τοῦ ξύλου τὸ ἀφέψημα πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον βοηθεῖ δυσεντερικοῖς καὶ γυναιξὶ ῥοικαῖς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 102, @scaife.perseus
- σάπιο ξύλο
- (ιατρική) τραύμα σε οστό από τρυπάνι
- (γεωμετρία) πρίσμα
Πηγές
- πρῖσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.