πολυπρισματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυπρισματικός | η | πολυπρισματική | το | πολυπρισματικό |
| γενική | του | πολυπρισματικού | της | πολυπρισματικής | του | πολυπρισματικού |
| αιτιατική | τον | πολυπρισματικό | την | πολυπρισματική | το | πολυπρισματικό |
| κλητική | πολυπρισματικέ | πολυπρισματική | πολυπρισματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυπρισματικοί | οι | πολυπρισματικές | τα | πολυπρισματικά |
| γενική | των | πολυπρισματικών | των | πολυπρισματικών | των | πολυπρισματικών |
| αιτιατική | τους | πολυπρισματικούς | τις | πολυπρισματικές | τα | πολυπρισματικά |
| κλητική | πολυπρισματικοί | πολυπρισματικές | πολυπρισματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυπρισματικός < αγγλική polyprismatic. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + πρισματικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.pɾi.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πρι‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
πολυπρισματικός, -ή, -ό
- που έχει πολλαπλές οπτικές
- ※ Δεν πρόκειται για ένα ακόμη ντοκιμαντέρ για μετανάστες, αλλά για μια πολυπρισματική και ιδιόμορφη σύνθεση ζωής, όπου 40 εκατομμύρια καβούρια, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα προσωρινής κράτησης μεταναστών και μια τελετή για όσους πέθαναν και δεν έχουν ταφεί αλληλοδιαπλέκονται, υφαίνοντας το παράλογο και την πραγματικότητα.
- Κατσουνάκη, Μαρία (30 Σεπτεμβρίου 2018), «Κάθεσαι και περιμένεις να συμβεί το χειρότερο», Η Καθημερινή
- ※ Δεν πρόκειται για ένα ακόμη ντοκιμαντέρ για μετανάστες, αλλά για μια πολυπρισματική και ιδιόμορφη σύνθεση ζωής, όπου 40 εκατομμύρια καβούρια, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα προσωρινής κράτησης μεταναστών και μια τελετή για όσους πέθαναν και δεν έχουν ταφεί αλληλοδιαπλέκονται, υφαίνοντας το παράλογο και την πραγματικότητα.
Συγγενικά
- πολυπρισματικότητα
- → δείτε και τις λέξεις πολύ και πρίσμα
Πηγές
- πολυπρισματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.