πρισματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρισματικός | η | πρισματική | το | πρισματικό |
| γενική | του | πρισματικού | της | πρισματικής | του | πρισματικού |
| αιτιατική | τον | πρισματικό | την | πρισματική | το | πρισματικό |
| κλητική | πρισματικέ | πρισματική | πρισματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρισματικοί | οι | πρισματικές | τα | πρισματικά |
| γενική | των | πρισματικών | των | πρισματικών | των | πρισματικών |
| αιτιατική | τους | πρισματικούς | τις | πρισματικές | τα | πρισματικά |
| κλητική | πρισματικοί | πρισματικές | πρισματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- πρισματικά
- → δείτε τη λέξη πρίσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.