πριονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πριονίζω < μεσαιωνική ελληνική πριονίζω[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή πριόνιον < αρχαία ελληνική πρίων
Ρήμα
πριονίζω (παθητική φωνή: πριονίζομαι)
Συγγενικά
- απριόνιστος
- πριόνιση
- πριόνισμα
- πριονισμένος
- πριονισμός
- πριονιστά
- πριονιστήριο
- πριονιστής
- πριονιστός
- → δείτε τη λέξη πριόνι
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πριονίζω | πριόνιζα | θα πριονίζω | να πριονίζω | πριονίζοντας | |
| β' ενικ. | πριονίζεις | πριόνιζες | θα πριονίζεις | να πριονίζεις | πριόνιζε | |
| γ' ενικ. | πριονίζει | πριόνιζε | θα πριονίζει | να πριονίζει | ||
| α' πληθ. | πριονίζουμε | πριονίζαμε | θα πριονίζουμε | να πριονίζουμε | ||
| β' πληθ. | πριονίζετε | πριονίζατε | θα πριονίζετε | να πριονίζετε | πριονίζετε | |
| γ' πληθ. | πριονίζουν(ε) | πριόνιζαν πριονίζαν(ε) |
θα πριονίζουν(ε) | να πριονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πριόνισα | θα πριονίσω | να πριονίσω | πριονίσει | ||
| β' ενικ. | πριόνισες | θα πριονίσεις | να πριονίσεις | πριόνισε | ||
| γ' ενικ. | πριόνισε | θα πριονίσει | να πριονίσει | |||
| α' πληθ. | πριονίσαμε | θα πριονίσουμε | να πριονίσουμε | |||
| β' πληθ. | πριονίσατε | θα πριονίσετε | να πριονίσετε | πριονίστε | ||
| γ' πληθ. | πριόνισαν πριονίσαν(ε) |
θα πριονίσουν(ε) | να πριονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πριονίσει | είχα πριονίσει | θα έχω πριονίσει | να έχω πριονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πριονίσει | είχες πριονίσει | θα έχεις πριονίσει | να έχεις πριονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πριονίσει | είχε πριονίσει | θα έχει πριονίσει | να έχει πριονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πριονίσει | είχαμε πριονίσει | θα έχουμε πριονίσει | να έχουμε πριονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πριονίσει | είχατε πριονίσει | θα έχετε πριονίσει | να έχετε πριονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πριονίσει | είχαν πριονίσει | θα έχουν πριονίσει | να έχουν πριονίσει |
| |
Μεταφράσεις
- πριονίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πριονίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πριονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.