πριονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πριονίζω < μεσαιωνική ελληνική πριονίζω[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή πριόνιον < αρχαία ελληνική πρίων

Ρήμα

πριονίζω (παθητική φωνή: πριονίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) κόβω κάτι με πριόνι
  2. (μεταφορικά) φθείρω, υποσκάπτω, υπονομεύω

Συγγενικά

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. πριονίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. πριονίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πριονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.