πολύεδρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύεδρο τα πολύεδρα
      γενική του πολύεδρου των πολύεδρων
    αιτιατική το πολύεδρο τα πολύεδρα
     κλητική πολύεδρο πολύεδρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολύεδρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύεδρος

Ουσιαστικό

πολύεδρο ουδέτερο

  • (γεωμετρία) στερεό που αποτελείται από πολλές έδρες
    κανονικό πολύεδρο, κυρτό πολύεδρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολύεδρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πολύεδρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύεδρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.