glas
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- glas < μεσαιωνική λατινική °classum < λατινική classicum
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡlɑ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| glas | glas |
glas (fr) αρσενικό
- πένθιμη κωδωνοκρουσία που συνοδεύει τις τελευταίες ώρες, το θάνατο ή τον ενταφιασμό ενός πιστού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.