ποτήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποτήρι | τα | ποτήρια |
| γενική | του | ποτηριού | των | ποτηριών |
| αιτιατική | το | ποτήρι | τα | ποτήρια |
| κλητική | ποτήρι | ποτήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ποτήρι.
Ετυμολογία
- ποτήρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποτήριν / ποτήριον < αρχαία ελληνική ποτήριον
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈti.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τή‐ρι
Ουσιαστικό
ποτήρι ουδέτερο
Συγγενικά
- Άγιον Ποτήριον
- δισκοπότηρο
- κρασοπότηρο
- νεροπότηρο
- ποτηροθήκη
- ρακοπότηρο
- → και δείτε τη λέξη πίνω
-
ποτήρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ποτήρι
|
Πηγές
- ποτήρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ποτήρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.