ποτηροθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποτηροθήκη | οι | ποτηροθήκες |
| γενική | της | ποτηροθήκης | των | ποτηροθηκών |
| αιτιατική | την | ποτηροθήκη | τις | ποτηροθήκες |
| κλητική | ποτηροθήκη | ποτηροθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ποτηροθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_001.jpg.webp)