νεροπότηρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροπότηρο τα νεροπότηρα
      γενική του νεροπότηρου των νεροπότηρων
    αιτιατική το νεροπότηρο τα νεροπότηρα
     κλητική νεροπότηρο νεροπότηρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροπότηρο < νερο- + ποτήρ(ι) + -ο
Ένα μισογεμάτο νεροπότηρο.

Ουσιαστικό

νεροπότηρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.