ρακοπότηρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρακοπότηρο | τα | ρακοπότηρα |
| γενική | του | ρακοπότηρου | των | ρακοπότηρων |
| αιτιατική | το | ρακοπότηρο | τα | ρακοπότηρα |
| κλητική | ρακοπότηρο | ρακοπότηρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρακοπότηρο ουδέτερο
- μικρό ποτήρι για το ρακί
- Πολυχρόνη, φέρε τη μποτίλια και δυο ρακοπότηρα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Μεταφράσεις
ρακοπότηρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.