πολύπλοκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύπλοκος | η | πολύπλοκη | το | πολύπλοκο |
| γενική | του | πολύπλοκου | της | πολύπλοκης | του | πολύπλοκου |
| αιτιατική | τον | πολύπλοκο | την | πολύπλοκη | το | πολύπλοκο |
| κλητική | πολύπλοκε | πολύπλοκη | πολύπλοκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύπλοκοι | οι | πολύπλοκες | τα | πολύπλοκα |
| γενική | των | πολύπλοκων | των | πολύπλοκων | των | πολύπλοκων |
| αιτιατική | τους | πολύπλοκους | τις | πολύπλοκες | τα | πολύπλοκα |
| κλητική | πολύπλοκοι | πολύπλοκες | πολύπλοκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύπλοκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύπλοκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.plo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐πλο‐κος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
με το -πλοκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύπλοκος | τὸ | πολύπλοκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυπλόκου | τοῦ | πολυπλόκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυπλόκῳ | τῷ | πολυπλόκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύπλοκον | τὸ | πολύπλοκον | ||
| κλητική ὦ! | πολύπλοκε | πολύπλοκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύπλοκοι | τὰ | πολύπλοκᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυπλόκων | τῶν | πολυπλόκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυπλόκοις | τοῖς | πολυπλόκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυπλόκους | τὰ | πολύπλοκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύπλοκοι | πολύπλοκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυπλόκω | τὼ | πολυπλόκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυπλόκοιν | τοῖν | πολυπλόκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολύπλοκος, -ος, -ον
- που έχει πολλές περιελίξεις ή πλέξεις, συνεστραμμένος
- (μεταφορικά) πολύπλοκος, περίπλοκος πολύ μπερδεμένος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πολύπλοκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύπλοκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.