σύνθετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύνθετος | η | σύνθετη | το | σύνθετο |
| γενική | του | σύνθετου | της | σύνθετης | του | σύνθετου |
| αιτιατική | τον | σύνθετο | τη | σύνθετη | το | σύνθετο |
| κλητική | σύνθετε | σύνθετη | σύνθετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύνθετοι | οι | σύνθετες | τα | σύνθετα |
| γενική | των | σύνθετων | των | σύνθετων | των | σύνθετων |
| αιτιατική | τους | σύνθετους | τις | σύνθετες | τα | σύνθετα |
| κλητική | σύνθετοι | σύνθετες | σύνθετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σύνθετος < αρχαία ελληνική σύνθετος < σύν + τίθημι
Επίθετο
σύνθετος -η -ο
- που αποτελείται από περισσότερα από ένα μέρη
- (κατ’ επέκταση) ο πολύπλοκος ή ο δυσεπίλυτος
- η παρούσα κρίση αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς σε πολλά επίπεδα
- (γραμματική) για λέξη που αποτελείται από δύο ή περισσότερα συνθετικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.