complexe
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| complexe | complexes |
complexe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, περίπλοκος
- (μαθηματικά) μιγαδικός
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| complexe | complexes |
complexe (fr) αρσενικό
- (χημεία, ψυχολογία σύμπλεγμα
- συγκρότημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.