-πλοκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -πλοκος τὸ -πλοκον
      γενική τοῦ/τῆς -πλόκου τοῦ -πλόκου
      δοτική τῷ/τῇ -πλόκ τῷ -πλόκ
    αιτιατική τὸν/τὴν -πλοκον τὸ -πλοκον
     κλητική ! -πλοκε -πλοκον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -πλοκοι τὰ -πλοκ
      γενική τῶν -πλόκων τῶν -πλόκων
      δοτική τοῖς/ταῖς -πλόκοις τοῖς -πλόκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -πλόκους τὰ -πλοκ
     κλητική ! -πλοκοι -πλοκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -πλόκω τὼ -πλόκω
      γεν-δοτ τοῖν -πλόκοιν τοῖν -πλόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-πλοκος < θέμα πλοκ- όπως στο πλέκω[1] + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με το -πλόκος

Επίθημα

-πλοκος, -ος, -ον

Συγγενικά

  • πλόκος
  • -πλόκος - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλόκος στο Βικιλεξικό

 και δείτε τη λέξη πλέκω

Σύνθετα

  • ἄπλοκος
  • ἀπρόσπλοκος
  • ἀσύμπλοκος
  • βαθύπλοκος
  • δεκάπλοκος
  • διάπλοκος
  • δυσέκπλοκος
  • ἑτερόπλοκος
  • ἐΰπλοκος, εὔπλοκος
  • ἱερόπλοκος
  • ἰόπλοκος
  • κυανόπλοκος
  • ὁμόπλοκος
  • πεντάπλοκος
  • περίπλοκος
  • πολύπλοκος
  • πρόσπλοκος
  • πυρίπλοκος
  • θεόπλοκος
  • θεοπρόσπλοκος
  • σιδηρόπλοκος
  • στεφανήπλοκος
  • σύμπλοκος
  • τρίπλοκος
  • χρυσεόπλοκος
  • χρυσόπλοκος

Αναφορές

  1. s.v. «πολύπλοκος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.