πλέξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλέξη οι πλέξεις
      γενική της πλέξης* των πλέξεων
    αιτιατική την πλέξη τις πλέξεις
     κλητική πλέξη πλέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλέξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλέξη < αρχαία ελληνική πλέξις < πλέκω

Ουσιαστικό

πλέξη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλέκω
  2. τρόπος πλεξίματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.