πλύστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλύστρα οι πλύστρες
      γενική της πλύστρας των πλυστρών
    αιτιατική την πλύστρα τις πλύστρες
     κλητική πλύστρα πλύστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλύστρα < πλύση + κατάληξη θηλυκού -τρα < αρχαία ελληνική πλύσις < πλύνω

Ουσιαστικό

πλύστρα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) γυναίκα που πλένει ρούχα στο χέρι έναντι αμοιβής
  2. μόνιμη τσιμεντένια κατασκευή με αυλακωτό κεκλιμένο επίπεδο για πλύσιμο, τρίψιμο και κοπάνισμα ρούχων
  3. πέτρινη πλάκα ή τραπεζοειδής χοντρή σανίδα με αυλακώσεις για όμοια με παραπάνω χρήση
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για το κοινωνικό, οικονομικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο γυναίκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.