κοπάνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοπάνισμα | τα | κοπανίσματα |
| γενική | του | κοπανίσματος | των | κοπανισμάτων |
| αιτιατική | το | κοπάνισμα | τα | κοπανίσματα |
| κλητική | κοπάνισμα | κοπανίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοπάνισμα < κοπανίζω
Ουσιαστικό
κοπάνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του κοπανίζω, η μετατροπή κάποιου υλικού (συνήθως συστατικού για μαγείρεμα) σε μικρούς κόκκους ή σκόνη, το χτύπημα και η άσκηση πίεσης πάνω του με κάτι σχετικά βαρύ (πχ. γουδοχέρι μέσα σε γουδί)
- το κοπάνισμα του καφέ, το κοπάνισμα του σιταριού
- το να χτυπήσω κάτι δυνατά και επανειλημμένα
- το κοπάνισμα των ρούχων
Μεταφράσεις
κοπάνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.