τραπεζοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζοειδής η τραπεζοειδής το τραπεζοειδές
      γενική του τραπεζοειδούς* της τραπεζοειδούς του τραπεζοειδούς
    αιτιατική τον τραπεζοειδή την τραπεζοειδή το τραπεζοειδές
     κλητική τραπεζοειδή(ς) τραπεζοειδής τραπεζοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζοειδείς οι τραπεζοειδείς τα τραπεζοειδή
      γενική των τραπεζοειδών των τραπεζοειδών των τραπεζοειδών
    αιτιατική τους τραπεζοειδείς τις τραπεζοειδείς τα τραπεζοειδή
     κλητική τραπεζοειδείς τραπεζοειδείς τραπεζοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραπεζοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τραπεζοειδής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) που είναι επίπεδος (όπως η επιφάνεια των τραπεζιών)
      […] ἡ τραπεζοειδὴς χώρα τῆς Παταγονίας […] ἀρχίζει ὀλίγον βορείως τοῦ Ρίο Κολοράδο (από την Παγκόσμιον Γεωγραφίαν του Κλ. Λάκωνος (επιμ.), τόμ. 2, (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1934), σ. 102)
  2. που έχει σχήμα τραπεζίου
     συνώνυμα: τραπεζιοειδής

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.