τραπεζοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τραπεζοειδής | η | τραπεζοειδής | το | τραπεζοειδές |
| γενική | του | τραπεζοειδούς* | της | τραπεζοειδούς | του | τραπεζοειδούς |
| αιτιατική | τον | τραπεζοειδή | την | τραπεζοειδή | το | τραπεζοειδές |
| κλητική | τραπεζοειδή(ς) | τραπεζοειδής | τραπεζοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τραπεζοειδείς | οι | τραπεζοειδείς | τα | τραπεζοειδή |
| γενική | των | τραπεζοειδών | των | τραπεζοειδών | των | τραπεζοειδών |
| αιτιατική | τους | τραπεζοειδείς | τις | τραπεζοειδείς | τα | τραπεζοειδή |
| κλητική | τραπεζοειδείς | τραπεζοειδείς | τραπεζοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τραπεζοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
τραπεζοειδής, -ής, -ές
Πολυλεκτικοί όροι
- τραπεζοειδές ηχείο
- τραπεζοειδής ιμάντας
- τραπεζοειδής μυς: επίπεδος ραχιαίος μυς των ανθρώπων
Πηγές
- τραπεζοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραπεζοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.