έναντι

Νέα ελληνικά (el)

Επίρρημα

έναντι

  1. (παρωχημένο) απέναντι
  2. συγκριτικά
  3. (οικονομία) με κάποιο αντάλλαγμα
  4. (οικονομία) όχι πλήρως, που αποτελεί τμήμα οφειλής αλλά δεν αποπληρώνεται με αυτό το ποσό
    συμφωνήσαμε να δώσω το τριάντα τοις εκατό σαν προκαταβολή και μετά να δίνω κάθε βδομάδα εκατό ευρώ έναντι, μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό, οπότε θα μου κόψει εξοφλητική απόδειξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.