πινέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πινέλο τα πινέλα
      γενική του πινέλου των πινέλων
    αιτιατική το πινέλο τα πινέλα
     κλητική πινέλο πινέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πινέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pennello < λατινική penellus, υποκοριστικό του penis (ουρά)

Ουσιαστικό

πινέλο ουδέτερο

  1. εργαλείο με σκληρές ή μαλακότερες τρίχες στο ένα άκρο του, με το οποίο βάφουμε ή απλώνουμε κάτι σε μια επιφάνεια
     συνώνυμα: χρωστήρας
  2. (λαϊκότροπο) είδος ανολοκλήρωτης ερωτικής επαφής

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.