χρωστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωστήρας οι χρωστήρες
      γενική του χρωστήρα των χρωστήρων
    αιτιατική τον χρωστήρα τους χρωστήρες
     κλητική χρωστήρα χρωστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρωστήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χρωστήρας αρσενικό

  1. το πινέλο του ζωγράφου
  2. (μεταφορικά) η τέχνη του ζωγράφου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.