πινελιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πινελιά | οι | πινελιές |
| γενική | της | πινελιάς | των | πινελιών |
| αιτιατική | την | πινελιά | τις | πινελιές |
| κλητική | πινελιά | πινελιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πινελιά θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία ακουμπάμε ή σύρουμε ένα πινέλο πάνω σε μια επιφάνεια αφήνοντας ένα ίχνος χρώματος
- το ίχνος του χρώματος που αφήνει μια τέτοια ενέργεια
Εκφράσεις
- βάζω τις τελευταίες πινελιές: τελειοποιώ ένα έργο που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της ολοκλήρωσής του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.