στραβοπίνελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στραβοπίνελο | τα | στραβοπίνελα |
| γενική | του | στραβοπίνελου | των | στραβοπίνελων |
| αιτιατική | το | στραβοπίνελο | τα | στραβοπίνελα |
| κλητική | στραβοπίνελο | στραβοπίνελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραβοπίνελο < στραβο- + πινέλο
Ουσιαστικό
στραβοπίνελο ουδέτερο
- εργαλείο βαψίματος: πινέλο που έχει λυγισμένη λαβή ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση σε επιφάνειες που βρίσκονται μέσα σε εσοχές (π.χ. σε τμήματα του καλοριφέρ)
Μεταφράσεις
στραβοπίνελο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.