κονταροπίνελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονταροπίνελο | τα | κονταροπίνελα |
| γενική | του | κονταροπίνελου | των | κονταροπίνελων |
| αιτιατική | το | κονταροπίνελο | τα | κονταροπίνελα |
| κλητική | κονταροπίνελο | κονταροπίνελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κονταροπίνελο ουδέτερο
- εργαλείο βαψίματος: οποιοδήποτε πινέλο που φέρει υποδοχή σύνδεσης σε κοντάρι
- τα κονταροπίνελα είναι συνηθέστερα μεταβλητής γωνίας
Μεταφράσεις
κονταροπίνελο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.