ριγοπίνελο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριγοπίνελο τα ριγοπίνελα
      γενική του ριγοπίνελου των ριγοπίνελων
    αιτιατική το ριγοπίνελο τα ριγοπίνελα
     κλητική ριγοπίνελο ριγοπίνελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριγοπίνελο < ρίγ(α) + -ο- + πινέλο

Ουσιαστικό

ριγοπίνελο ουδέτερο

  • εργαλείο βαψίματος: σχετικά μικρό πινέλο, πλακέ ή στρογγυλό, για περιορισμένη βαφή σε μορφή ρίγας, είτε σε τελείωμα, είτε σε εσοχές
    τα ριγοπίνελα χρησιμοποιούνται τόσο στη ζωγραφική όσο και στους ελαιοχρωματισμούς γενικότερα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.