πινελάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. πινελάρω < πινέλο + -άρω
  2. πινελάρω < πινέλι + -άρω

Ρήμα

πινελάρω

  1. βάφω ή απλώνω μια ουσία σε μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας πινέλο
  2. (ναυτικός όρος) ρίχνω άγκυρα με δεμένο σ’ αυτήν ένα πινέλι

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.