πιεστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιεστικός | η | πιεστική | το | πιεστικό |
| γενική | του | πιεστικού | της | πιεστικής | του | πιεστικού |
| αιτιατική | τον | πιεστικό | την | πιεστική | το | πιεστικό |
| κλητική | πιεστικέ | πιεστική | πιεστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιεστικοί | οι | πιεστικές | τα | πιεστικά |
| γενική | των | πιεστικών | των | πιεστικών | των | πιεστικών |
| αιτιατική | τους | πιεστικούς | τις | πιεστικές | τα | πιεστικά |
| κλητική | πιεστικοί | πιεστικές | πιεστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιεστικός < μεσαιωνική ελληνική πιεστικός[1][2] < αρχαία ελληνική πίεσις· σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pressant[2][3] ή presseur,[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pressurizer[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.e.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐ε‐στι‐κός
Επίθετο
πιεστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πίεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που πιέζει
- που λειτουργεί με πίεση
- (μεταφορικά) επείγων, άμεσος
- (μεταφορικά) που θλίβει λόγω εξαναγκασμού, που στενοχωρεί
- (μεταφορικά) που καταπιέζει
- (ουσιαστικοποιημένο) πιεστικό
Συγγενικά
- πιεστικά
- πιεστικότητα
- πιεστικώς
- → δείτε τη λέξη πιέζω
Μεταφράσεις
πιεστικός
- πιεστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πιεστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πιεστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.