πιεστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιεστικότητα | οι | πιεστικότητες |
| γενική | της | πιεστικότητας | των | πιεστικοτήτων |
| αιτιατική | την | πιεστικότητα | τις | πιεστικότητες |
| κλητική | πιεστικότητα | πιεστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πιεστικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.