περίοπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίοπτος η περίοπτη το περίοπτο
      γενική του περίοπτου της περίοπτης του περίοπτου
    αιτιατική τον περίοπτο την περίοπτη το περίοπτο
     κλητική περίοπτε περίοπτη περίοπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίοπτοι οι περίοπτες τα περίοπτα
      γενική των περίοπτων των περίοπτων των περίοπτων
    αιτιατική τους περίοπτους τις περίοπτες τα περίοπτα
     κλητική περίοπτοι περίοπτες περίοπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περίοπτος < (ελληνιστική κοινή) περίοπτος < αρχαία ελληνική περιοράω / περιορῶ < ὁράω / ὁρῶ

Επίθετο

περίοπτος -η -ο

  1. που είναι ορατός από παντού
     συνώνυμα: εμφανής, ευδιάκριτος, περίβλεπτος
    περίοπτη θέση
  2. (μεταφορικά) εξέχων, σπουδαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.