vue
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
vue
vues
vue
(fr)
θηλυκό
η
όραση
η
όψη
το
βλέμμα
η
ιδέα
, η
εικόνα
που έχουμε για κάτι
ο
σκοπός
η
θέαση
Εκφράσεις
à vue
en vue
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.