w
Διεθνείς όροι
| w λατινικό μικρό | |||||
| w | |||||
| w | decimal | ||||
| w | Unicode (U+0077) LATIN SMALL LETTER W | ||||
| Δείτε και το ʍ | |||||
Ετυμολογία
- w < το πεζό γράμμα w του λατινικού αλφαβήτου < κεφαλαίο γράμμα από τη λατινική W
Προφορά
- ⓘ
Διαγλωσσικοί όροι
| w λατινικό μικρό | |||||
| w | |||||
| w | decimal | ||||
| w | Unicode (U+0077) LATIN SMALL LETTER W | ||||
| Δείτε και το κεφαλαίο W | |||||
Σύμβολο
w πεζό γράμμα (κεφαλαίο: W)
- το 23ο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου, και γλωσσών που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Πρόθεση
w (pl)
- πρόθεση που δείχνει:
- εσωτερικό τοποθεσίας στην οποία αναφέρεται η ενέργεια
- ↪mieszkam w Atenach
- μένω στην Αθήνα
- ↪mieszkam w Atenach
- χρόνο στον οποίο γίνεται η ενέργεια
- ↪ centrum stolicy będzie w sobotę zamknięte dla ruchu
- το κέντρο της πρωτεύουσας θα μείνει κλειστό για τα οχήματα το Σάββατο
- ↪ centrum stolicy będzie w sobotę zamknięte dla ruchu
- κάτι που φοριέται
- ↪ mogę czytać tylko w okularach
- μπορώ να διαβάσω μόνο με γιαλιά
- ↪ mogę czytać tylko w okularach
- εσωτερικό τοποθεσίας στην οποία αναφέρεται η ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.