παρείσακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρείσακτος η παρείσακτη το παρείσακτο
      γενική του παρείσακτου της παρείσακτης του παρείσακτου
    αιτιατική τον παρείσακτο την παρείσακτη το παρείσακτο
     κλητική παρείσακτε παρείσακτη παρείσακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρείσακτοι οι παρείσακτες τα παρείσακτα
      γενική των παρείσακτων των παρείσακτων των παρείσακτων
    αιτιατική τους παρείσακτους τις παρείσακτες τα παρείσακτα
     κλητική παρείσακτοι παρείσακτες παρείσακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρείσακτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρείσακτος[1] < αρχαία ελληνική παρεισάγω < παρά + εἰσάγω < εἰς + ἄγω

Επίθετο

παρείσακτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.