δικαιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | δικαιούμαι | δικαιούμουν δικαιούμην |
θα δικαιούμαι | να δικαιούμαι | δικαιούμενος | |
| β' ενικ. | δικαιούσαι | δικαιούσουν δικαιούσο |
θα δικαιούσαι | να δικαιούσαι | ||
| γ' ενικ. | δικαιούται | δικαιούνταν δικαιούτο |
θα δικαιούται | να δικαιούται | ||
| α' πληθ. | δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
δικαιούμαστε δικαιούμασταν |
θα δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
να δικαιούμεθα δικαιούμαστε |
||
| β' πληθ. | δικαιούσθε δικαιούστε |
δικαιούσαστε δικαιούσασταν |
θα δικαιούσθε δικαιούστε |
να δικαιούσθε δικαιούστε |
||
| γ' πληθ. | δικαιούνται | δικαιούνταν δικαιούντο |
θα δικαιούνται | να δικαιούνται |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.