κάπου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάπου < μεσαιωνική ελληνική κάπου < καν + που

Επίρρημα

κάπου

  1. (τοπικό) σε κάποιο σημείο
    κάπου έβαλα τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω
  2. (ποσοτικό ή χρονικό) περίπου
    γεννήθηκε κάπου στα 1800
    γεννήθηκε κάπου τρία κιλά
  3. (κοινά) κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιο βαθμό

  • οκάπου

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.