ανεπιθύμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπιθύμητος | η | ανεπιθύμητη | το | ανεπιθύμητο |
| γενική | του | ανεπιθύμητου | της | ανεπιθύμητης | του | ανεπιθύμητου |
| αιτιατική | τον | ανεπιθύμητο | την | ανεπιθύμητη | το | ανεπιθύμητο |
| κλητική | ανεπιθύμητε | ανεπιθύμητη | ανεπιθύμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπιθύμητοι | οι | ανεπιθύμητες | τα | ανεπιθύμητα |
| γενική | των | ανεπιθύμητων | των | ανεπιθύμητων | των | ανεπιθύμητων |
| αιτιατική | τους | ανεπιθύμητους | τις | ανεπιθύμητες | τα | ανεπιθύμητα |
| κλητική | ανεπιθύμητοι | ανεπιθύμητες | ανεπιθύμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπιθύμητος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιθύμητος (Μορφολογικά: αν- στερητικό + επιθυμητός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.piˈθi.mi.tos/
Επίθετο
ανεπιθύμητος, -η, -ο
- αυτός που δεν είναι ευπρόσδεκτος, επιθυμητός από άλλους ανθρώπους
- (διπλωματία, συνήθως για αλλοδαπό) πρόσωπο του οποίου η παραμονή σε μια χώρα δεν είναι ανεκτή
- ↪ αυτός ο υπάλληλος της πρεσβείας είναι πλέον ανεπιθύμητο πρόσωπο
- ≈ συνώνυμα: persona non grata
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.