παρεισάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεισάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεισάγω < παρ- + εἰσάγω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾiˈsa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεισάγω

Ρήμα

παρεισάγω, πρτ.: παρεισήγα, στ.μέλλ.: θα παρεισαγάγω, αόρ.: παρεισήγαγα, παθ.φωνή: παρεισάγομαι, π.αόρ.: παρεισάχθηκα, μτχ.π.π.: παρεισηγμένος

  • (λόγιο, σπάνιο) εισάγω κρυφά ή έμμεσα
      Τήν ἐποχή τῆς σύνταξης τῆς Ἐγκυκλοπαιδείας ὁ Ντιντερό προέτρεπε τούς συνεργάτες του να παρεισάγουν κατά τό δυνατόν ἐκφράσεις πού προέρχονται ἀπό τό χῶρο τῶν μικροδιεργασιῶν, ὅπου οἱ αἰτιώδεις συνάφειες εἶναι πιό ἀδιαφανεῖς καί εὔκολα ὑποβάλλουν ἀλληλεπιδράσεις μεταξύ ὕλης καὶ πνεύματος.
    Περιοδικό, Νέα Εστία, τεύχη 1813-1814, (2008), Αθήνα, Εκδόσεις: Ιωάννης Δ. Κολλάρος, σελ. 32 @google.books

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.