παράσιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράσιτος | η | παράσιτη | το | παράσιτο |
| γενική | του | παράσιτου | της | παράσιτης | του | παράσιτου |
| αιτιατική | τον | παράσιτο | την | παράσιτη | το | παράσιτο |
| κλητική | παράσιτε | παράσιτη | παράσιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράσιτοι | οι | παράσιτες | τα | παράσιτα |
| γενική | των | παράσιτων | των | παράσιτων | των | παράσιτων |
| αιτιατική | τους | παράσιτους | τις | παράσιτες | τα | παράσιτα |
| κλητική | παράσιτοι | παράσιτες | παράσιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παράσιτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράσιτος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parasite [1] Δείτε και παράσιτο
Αναφορές
- παράσιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παράσιτος | τὸ | παράσιτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παρασίτου | τοῦ | παρασίτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παρασίτῳ | τῷ | παρασίτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παράσιτον | τὸ | παράσιτον | ||
| κλητική ὦ! | παράσιτε | παράσιτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παράσιτοι | τὰ | παράσιτᾰ | ||
| γενική | τῶν | παρασίτων | τῶν | παρασίτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παρασίτοις | τοῖς | παρασίτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρασίτους | τὰ | παράσιτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παράσιτοι | παράσιτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρασίτω | τὼ | παρασίτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρασίτοιν | τοῖν | παρασίτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
παράσιτος, -ος, -ον
- → δείτε #Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παράσιτος | οἱ | παράσιτοι |
| γενική | τοῦ | παρασίτου | τῶν | παρασίτων |
| δοτική | τῷ | παρασίτῳ | τοῖς | παρασίτοις |
| αιτιατική | τὸν | παράσιτον | τοὺς | παρασίτους |
| κλητική ὦ! | παράσιτε | παράσιτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρασίτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρασίτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
παράσιτος αρσενικό
- άτομο που τρώει σε σπίτι άλλου
- o ομοτράπεζος
- που συντηρείται από άλλους, που παρασιτεί
- που συντηρείται δημοσία δαπάνη
- κατώτερος αξιωματούχος (που συντηρείται / σιτίζεται δωρεάν)
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- παράσιτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράσιτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.