σῖτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ετερογενές ουσιαστικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική σῖτος τὰ σῖτ
      γενική τοῦ σίτου τῶν σίτων
      δοτική τῷ σῖτ τοῖς σῖτοις
    αιτιατική τὸν σῖτον τὰ σῖτ
     κλητική ! σῖτε σῖτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σῖτω
γεν-δοτ τοῖν  σῖτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «σῖτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σῖτος: άγνωστης ετυμολογίας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σῖτος αρσενικό (ετερογενές: πληθυντικός: τα σῖτα -ουδέτερο)

  1. το σιτάρι, τα άλευρα, τα γεννήματα, καμιά φορά και το κριθάρι
  2. γενικά η ξηρά τροφή, το τρόφιμο
    σῖτα καὶ ποτά
  3. το ψωμί
  4. ζωοτροφή
  5. δημόσια σίτηση για τα ορφανά και τις χήρες (στην Αθήνα)
    σῖτον διδόναι
  6. ο νόμος για τα σιτηρά και τα μονοπώλια (Αθήνα)
    δίκην σίτου δικάσασθαι
  7. παροχή στους στρατιώτες (αν και συνήθως η λέξη που προτιμούσαν για αυτή την έννοια ήταν το σιτηρέσιον)
  8. οι προμήθειες
    παρέχειν σῖτα καὶ νέας

Εκφράσεις

  • σῖτον ἔδοντες: οι άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τα ζώα
  • σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται: για τα πολιτισμένα έθνη σε αντιδιαστολή προς βαρβάρους
  • σῖτος καὶ οἶνος αλλά και σῖτα καὶ ποτά: φαγοπότι

Συγγενικά

σύνθετα

  • σιτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα σιτο- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.