ομοτράπεζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοτράπεζος η ομοτράπεζη το ομοτράπεζο
      γενική του ομοτράπεζου της ομοτράπεζης του ομοτράπεζου
    αιτιατική τον ομοτράπεζο την ομοτράπεζη το ομοτράπεζο
     κλητική ομοτράπεζε ομοτράπεζη ομοτράπεζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοτράπεζοι οι ομοτράπεζες τα ομοτράπεζα
      γενική των ομοτράπεζων των ομοτράπεζων των ομοτράπεζων
    αιτιατική τους ομοτράπεζους τις ομοτράπεζες τα ομοτράπεζα
     κλητική ομοτράπεζοι ομοτράπεζες ομοτράπεζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοτράπεζος < αρχαία ελληνική ὁμοτράπεζος

Επίθετο

ομοτράπεζος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.