παξιμάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παξιμάδι τα παξιμάδια
      γενική του παξιμαδιού των παξιμαδιών
    αιτιατική το παξιμάδι τα παξιμάδια
     κλητική παξιμάδι παξιμάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παξιμάδι ήδη σε έγγραφο του 16ου αιώνα κε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παξιμάδιον < ελληνιστική κοινή παξαμάδιον, υποκοριστικό του παξαμᾶς < Πάξαμος, αρτοποιός και μάγειρας του 1ου αιώνα κε

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ksiˈma.ði/
δύο ξερά παξιμάδια (1) μέσα σε πιατάκι
εξάγωνο παξιμάδι (2)

Ουσιαστικό

παξιμάδι ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, ώστε να αποβάλει όλα τα υγρά του και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα
    άφησες έξω το ψωμί και έγινε παξιμάδι
  2. μεταλλικό εξάρτημα που βιδώνει γύρω από μια βίδα και συνδέει αντικείμενα μεταξύ τους
    αυτό το παξιμάδι δεν εφαρμόζει, γιατί δεν ταιριάζουν οι βόλτες του
     συνώνυμα: περικόχλιο

Εκφράσεις

  • θέλω βρεγμένο το παξιμάδι: είμαι τεμπέλης
  • κάνω το σκατό μου παξιμάδι: έχω μεγάλη έλλειψη χρημάτων
  • κάλλιο να ‘χω στον τόπο μου ελιές και παξιμάδι παρά στα ξένα ζάχαρη και να ορίζουν άλλοι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.