παξαμᾶς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παξαμᾶς
      γενική τοῦ παξαμ
      δοτική τῷ παξαμ
    αιτιατική τὸν παξαμᾶν
     κλητική ! παξαμ
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παξαμᾶς (ελληνιστική κοινή) < Πάξαμος, αρτοποιός και μάγειρας του 1ου αιώνα κε

Ουσιαστικό

παξαμᾶς, -ᾶ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

Απόγονοι

παξαμᾶς (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: παξιμάδιν
νέα ελληνικά: παξιμάδι
τουρκικά: peksimet

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.