παξιμαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παξιμαδιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παξιμαδιάζω | παξιμάδιαζα | θα παξιμαδιάζω | να παξιμαδιάζω | παξιμαδιάζοντας | |
| β' ενικ. | παξιμαδιάζεις | παξιμάδιαζες | θα παξιμαδιάζεις | να παξιμαδιάζεις | παξιμάδιαζε | |
| γ' ενικ. | παξιμαδιάζει | παξιμάδιαζε | θα παξιμαδιάζει | να παξιμαδιάζει | ||
| α' πληθ. | παξιμαδιάζουμε | παξιμαδιάζαμε | θα παξιμαδιάζουμε | να παξιμαδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | παξιμαδιάζετε | παξιμαδιάζατε | θα παξιμαδιάζετε | να παξιμαδιάζετε | παξιμαδιάζετε | |
| γ' πληθ. | παξιμαδιάζουν(ε) | παξιμάδιαζαν παξιμαδιάζαν(ε) |
θα παξιμαδιάζουν(ε) | να παξιμαδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παξιμάδιασα | θα παξιμαδιάσω | να παξιμαδιάσω | παξιμαδιάσει | ||
| β' ενικ. | παξιμάδιασες | θα παξιμαδιάσεις | να παξιμαδιάσεις | παξιμάδιασε | ||
| γ' ενικ. | παξιμάδιασε | θα παξιμαδιάσει | να παξιμαδιάσει | |||
| α' πληθ. | παξιμαδιάσαμε | θα παξιμαδιάσουμε | να παξιμαδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | παξιμαδιάσατε | θα παξιμαδιάσετε | να παξιμαδιάσετε | παξιμαδιάστε | ||
| γ' πληθ. | παξιμάδιασαν παξιμαδιάσαν(ε) |
θα παξιμαδιάσουν(ε) | να παξιμαδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παξιμαδιάσει | είχα παξιμαδιάσει | θα έχω παξιμαδιάσει | να έχω παξιμαδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παξιμαδιάσει | είχες παξιμαδιάσει | θα έχεις παξιμαδιάσει | να έχεις παξιμαδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παξιμαδιάσει | είχε παξιμαδιάσει | θα έχει παξιμαδιάσει | να έχει παξιμαδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παξιμαδιάσει | είχαμε παξιμαδιάσει | θα έχουμε παξιμαδιάσει | να έχουμε παξιμαδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παξιμαδιάσει | είχατε παξιμαδιάσει | θα έχετε παξιμαδιάσει | να έχετε παξιμαδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παξιμαδιάσει | είχαν παξιμαδιάσει | θα έχουν παξιμαδιάσει | να έχουν παξιμαδιάσει |
| |
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 201. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-08-05.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.