παξιμαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παξιμαδάκι | τα | παξιμαδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | παξιμαδάκι | τα | παξιμαδάκια |
| κλητική | παξιμαδάκι | παξιμαδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παξιμαδάκι ουδέτερο
- μικρό παξιμάδι
- κυρίως το γλυκό παξιμαδάκι (1) που χρησιμοποιείται σαν βούτημα
- ※ Και ρουφούσε δυνατά τον καφέ του κι ύστερα βουτούσε μέσα το παξιμαδάκι του. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
