μάγειρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάγειρας | οι | μάγειρες |
| γενική | του | μάγειρα | των | μαγείρων |
| αιτιατική | τον | μάγειρα | τους | μάγειρες |
| κλητική | μάγειρα | μάγειρες | ||
| Και γενική πληθυντικού, «των μάγειρων». Συγκρίνετε με την κλίση του «μάγειρος». | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

μάγειρες στην Ινδονησία την ώρα της δουλειάς
- μάγειρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάγειρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάγειρ(ος) + -ας[1] < αρχαία ελληνική μάσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.ʝi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐γει‐ρας
Ουσιαστικό
μάγειρας αρσενικό (θηλυκό μαγείρισσα)
- (επάγγελμα, μαγειρική) ο επαγγελματίας που ασχολείται με την παρασκευή φαγητού
- αυτός που μαγειρεύει
- μάγερας (λαϊκότροπο)
- μάγειρος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μάγειρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μάγειρας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.